- αζύγωτος
- -η, -ο [ζυγώνω]1. (για ζώα) αυτός που δεν μπήκε ακόμη κάτω από τον ζυγό2. (για πράγματα ή τοποθεσίες) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν ζυγώσει, απλησίαστος, απροσπέλαστος3. (για πρόσωπα) ακοινώνητος, δύστροπος, απρόσιτος4. αυτός που δεν εκδιώχθηκε, δεν καταδιώχθηκε.
Dictionary of Greek. 2013.