αζύγωτος

αζύγωτος
-η, -ο [ζυγώνω]
1. (για ζώα) αυτός που δεν μπήκε ακόμη κάτω από τον ζυγό
2. (για πράγματα ή τοποθεσίες) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν ζυγώσει, απλησίαστος, απροσπέλαστος
3. (για πρόσωπα) ακοινώνητος, δύστροπος, απρόσιτος
4. αυτός που δεν εκδιώχθηκε, δεν καταδιώχθηκε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αζύγωτος — η, ο απλησίαστος, δύστροπος: Αυτός είναι άνθρωπος αζύγωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απλησίαστος, -η — ο αζύγωτος, απρόσιτος: Είναι άνθρωπος δύσκολος, απλησίαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απροσέγγιστος — η, ο αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να προσεγγίσει, απλησίαστος, αζύγωτος: Από τότε που πήρε τη θέση αυτή έγινε απροσέγγιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απρόσιτος — η, ο 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να πλησιάσει, απροσέγγιστος, αζύγωτος: Η πηγή ήταν απρόσιτη, γιατί βρισκόταν μέσα σε πανύψηλους, απόκρημνους βράχους. 2. δυσκολοαπόκτητος, πανάκριβος: Τα φρούτα στις μέρες μας έγιναν απρόσιτα για τον πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”